ΜΕΝΟΥ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Χρυσόστομος Βασιλείου "...από την Κούταλη"


Στό κέντρο σχεδόν της θάλασσας του Μαρμαρά, της Προποντίδος, και το πρώτο νησάκι που ανταμώνουμε όταν απο τα Στενά ταξιδεύουμε για την Πόλη, ένα μικρό νησάκι 5 ½ χιλιόμετρα μάκρος και 500 μέτρα φάρδος, τόσο ήταν και είναι η Νήσος Κούταλης, της επαρχίας Μαρμαρά και Μητροπόλεως Κυζίκου. Πολλοί χάρτες ούτε κάν το σημειώνουν. Πάρα πολλοί Έλληνες, ακόμη και από εκείνα τα μέρη, ούτε καν το ξέρουν. Μόνον παλιοί και Παληοελλαδίτες, θυμούνται τον Παναγή τον Κουταλιανό και τα κατορθώματά του, και συνεπώς και τ’ όνομα Κούταλη.

Λίγο χώμα, λίγα αμπελάκια, και δυο μικρά βουναλάκια στις δύο άκρες του νησιού, το ένα προς την Ανατολή το άλλο προς την Δύση. Στην μέση και κατά μήκος, χτισμένο ένα όμορφο χωριό, χωρίς ρυμοτομία μα με πολλά αρχοντικά που δείχνανε περασμένα μεγαλεία. Έτσι καλά το θυμάμαι, τόχω στον νου και στην καρδιά μου και με τα μάτια της ψυχής μου το περιδιαβαίνω κάθε λίγο και λιγάκι, οπόταν κι΄ όταν ξεκουράζομαι από τις καθημερινές φροντίδες.

Είναι η Πατρίδα μου, το χωριό που γεννήθηκα, η Κούταλη. «Από κείπάν» και «απο κείκάτ» χωριζόταν το χωριό, μα εγώ γεννήθηκα σχεδόν στην μέση κοντά στην εκκλησία της Φανερωμένης, την Πρωτομαγιά του 1912.
..............................
Μιαν αυγή το καλοκαίρι του 1916 ένα βαπόρι με Σουλτανική διαταγή, ήρθε να μας πάρει, όλο το χωριό, για να μας μεταφέρει στην Αρτάκη και από εκεί να προχωρήσουμε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας ως «επικίνδυνοι της ασφάλειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

1916.Παιδάκι τεσσάρων χρονών, κρατώ την Μάννα μου και τον μικρότερο κατά ένα χρόνο αδελφό μου, ενώ το τρίτο αδελφάκι μου το κρατά στην αγκαλιά της η Μάνα μου, και παίρνουμε τον δρόμο της εξορίας, της πρώτης εξορίας.

Σαν όνειρο θυμάμαι εκείνες τις στιγμές. Ο φόβος, ο σπαραγμός των χωριανών μου, μεταδόθηκε και σε μένα. Κάτι κακό, το πολύ κακό, ένοιωθα πως γινότανε, Η ψυχή μου σπάραζε. ‘Ετσι μου έμεινε στη θύμησή μου επί τόσα χρόνια κείνη η ημέρα, εκείνη η σκηνή. Ομαδική έξοδος, φυγή, εξορία από το χωριό μου. Ύστερα δεν θυμάμαι. Πώς ταξίδεψα, πού πήγαμε, πού βγήκαμε, πού καθίσαμε, η παιδική μνήμη δεν συνεκράτησε. ‘Όμως θυμάμαι την Αρτάκη και την φωτιά που έπιασε και έκαψε την μισή περίπου. Θυμάμαι το σπίτι που μείναμε. Μια μεγάλη σάλα – αποθήκη, χωρισμένη με κουβέρτες σε «διαμερίσματα». Ήτανε της Κάλφαινας, έτσι λέγανε την νοικοκυρά- και την χρησιμοποιούσανε για να κάνουνε κουκούλια – μετάξι.
Στη σάλα αυτή καθότανε και οι συγγενικές μας οικογένειες, του μπάρμπα μου Χρυσόστομου Βαλασίου, του Δημήτρη Καραντάνη, και άλλες που δεν θυμάμαι. Στο κάτω πάτωμα έμενε ο παππούς μου Βασίλης με την Γιαγιά μου κα στις δύο θείες μου Ευδοκία και Ανδρομάχη.
‘Ύστερα θυμάμαι τα Ρόδα. Ένα χωριό έξω από την Αρτάκη που μας πήγε ο πατέρας μου για πιο ασφάλεια. Εκεί στα Ρόδα, πιάσανε οι Τούρκοι τον πατέρα μου και τον μαστιγώσανε, γιατί ήταν «κατσάκης» - φυγόστρατος,. Κανένας δεν ήθελε να πάει στον Τούρκικο στρατό και έτσι όλοι σχεδόν γίνανε «κατσάκηδες». Όταν τους έπιαναν οι Τούρκοι, τους μεταχειρίζονταν σαν σκλάβους - χαμάληδες γιατί τελικά είχαν τον φόβο να τους κάνουν στρατιώτες και να τους δώσουν κι όπλα.
.........................

Το 1918, με μια βάρκα, η οικογένειά μου και εγώ, χωρίς τον πατέρα μας, την βάρκα του Καραπάτα και καπετάνιο ένα αμούστακο ακόμα παλικάρι, τον Αριστόδημο Χατζή, ξεκινήσαμε από την Αρτάκη, και με λίγα ρούχα που μας απέμειναν κατά την εξορία, φύγαμε για το χωριό μας, για την Κούταλη. Το κορμί μου ριγούσε από συγκίνηση. Έτρεμα μέσα στην βάρκα, απο χαρά, που γύριζα και πάλι στο χωριό μου, στο σπίτι μας. Ο καιρός καλός, το πανί φούσκωνε και έκανε την βάρκα σαν πολεμικό πλοίο, να τρέχει και θαύμαζα τον καπετάνιο τον Αριστόδημο, στο τιμόνι. Και όταν φτάσαμε «απουκειπάν», πρώτος πετάχτηκα από την βάρκα, και έπεσα μπρούμυτα επάνω στην άμμο του χωριού μου. Έκλαιγα, όπως έκλαιγαν όλοι, που γυρίσαμε στο χωριό μας, στα σπίτια μας , ύστερα από μια πολύ πικρή και οδυνηρή εξορία.
........................................
Σιγά- σιγά γύρισαν και οι άλλοι χωριανοί – όσοι είχαν μείνει. ( Άκουσα τότε ότι πάνω από 600 άτομα πέθαναν στην εξορία από κακουχίες και αρρώστιες). Ρίχτηκαν στην δουλειά. Είχαν να ξαναφτιάξουν τα σπίτια, τις δουλειές τους, τα Σχολεία, τις Εκκλησίες του χωριού τους. Το σιασαν, το φτειαξαν κάπως. Και η ζωή άρχισε να παίρνει ένα υποφερτό ρυθμό. Τότε έπρεπε να πάω στο Σχολείο. Μα πού σχολείο; Πού Δάσκαλος; Ακόμα το χωριό δεν είχε οργανωθεί, η δημογεροντία δεν λειτουργούσε. Σ΄ ένα σπίτι, πρόχειρα, είχε δημιουργήσει η Φωτίκα Χατζή, κοπέλα ανύπαντρη τότε, σχολείο, και πήγα και γώ. Κατάχαμα καθόμαστε, άλλοι σε μαξιλάρι, άλλοι σε προβιάς, άλλοι σε υφαντά χαλάκια. Και εκεί άκουσα κ’ έμαθα τα πρώτα γράμματα, τα πρώτα φώτα. Γράμματα! Πόσο τ΄ αγάπησα, πόσο τα ήθελα, πόσο τα στερήθηκα σύντομα. Πήγα και στο Σχολείο της Κούταλης. Σύντομα και δάσκαλο έφεραν στο χωριό, και το Σχολείο με καλή επισκευή έγινε κατάλληλο. Και το Παρθεναγωγείο για τα κορίτσια ετοιμάστηκε και πήγαιναν όλα τα Κουταλιανάκια σχολείο για να μάθουν γράμματα. Καλά θυμάμαι τον δάσκαλο, Κ. Παπαγιαννίδη απο τον οποίο πολλοί πολλά μάθαμε. Ήταν και λίγο ποιητής ο αείμνηστος Παπαγιαννίδης. Έχει γράψει και ποίημα για την Κούταλη, το «Λύπη θλίψη με κατέχει, όταν φεύγω απο σέ...» Είναι ο τοπικός μας ύμνος και πολλοί Κουταλιανοί και Κουταλιανές τον ξέρουν απ΄ έξω.

Όμορφα χρόνια άρχισε να φαίνεται ότι έρχονταν. Η ζωή πήρε κανονικούς ρυθμούς, αλλά η φωτιά σιγόκαιγε. Ο χρόνος και τα γεγονότα ύφαιναν το στημόνι του δεύτερου και οριστικού διωγμού, της τελειωτικής εξορίας από τη γη μας, τον τόπο μας, το χωριό μας, τη γή και την θάλασσα των πατεράδων μας, των παππούδων μας, των προγόνων μας.
1922. Μαύρος και σκοτεινός ο πιο κακός Σεπτέμβριος για ολόκληρο τον Ελληνισμό. Η πιο μεγάλη και η πιο τραγική καταστροφή του Ελληνικού Έθνους. Και ο τραγικός ξεριζωμός ενάμιση εκατομμυρίου Ελλήνων από την πατρική τους γή. Μαζί τους και εγώ, και όλοι οι Κουταλιανοί. Με βάρκες, καΐκια και υ υπόλοιποι με ένα βαπόρι (το ΠΑΤΡΙΣ) άφηναν οριστικά τον τόπο τους, για να πάρουν τον δρόμο της εξορίας, του οριστικού ξεριζωμού. Πόσος πόνος και πόσα δάκρυα χύθηκαν ; Ευτυχώς, όχι και αίμα όπως στην τραγική Σμύρνη.

Με το καΐκι του πατέρα, η οικογένειά μου και εγώ, μαζί με άλλες συγγενικές οικογένειες, πήραμε τον δρόμο της εξορίας για την Μάννα Ελλάδα. Οι καιροί καλοσυνάτοι. ‘Άπνοες πολλές φορές, τα πανιά των καϊκιών δεν φούσκωναν. Λες και ο Θεός δεν ήθελε να φύγουμε γρήγορα από τον τόπο μας. Μέρες κάναμε να φθάσουμε στην Τένεδο. Καί ύστερα στην Λήμνο, στην Ελλάδα.
Διωγμένοι από το χωριό μας, κατατρεγμένοι από την μοίρα μας, ζητούμε γαλήνη και ζεστασιά στην ήσυχη και φιλόξενη Λήμνο. Πόνος και δάκρυα συντρόφευαν την ανάμνηση του παλιού μας χωριού. – Τέτοια ώρα κάναμε αυτό, σαν σήμερα κάναμε εκείνο.... ‘Όλο με τέτοιες αναμνήσεις περνούσαν πικρές ημέρες και νύχτες. Ώσπου ο χρόνος απάλυνε κάπως και γλύκανε τον πόνο και στέγνωσε τα δάκρυα.
............................
Μεγάλοι και μικροί, άνδρες παιδιά και γυναίκες όλοι στη δουλειά. Τα καΐκια στα ταξίδια. Τα μηχανοκάϊκα στα σφουγγάρια, στα ψάρια και τον χειμώνα στο κάρβουνο στον κόρφο του Μούδρου. Είχε πολύ κάρβουνο από τα πολεμικά βαπόρια που λιμένιαζαν εκεί στους Βαλκανικούς πολέμους. Οι μικροί πουλούσαμε σύκα, πορτοκάλια, λουκούμια και άλλα, στους εγγλέζους που ήταν ακόμα εκεί με μερικά πολεμικά βαπόρια. Και ύστερ απου έφυγαν, οι μικροί τότε εμείς πήγαμε στ αλώνισμα για λίγες δραχμές, στα καπνά, στα στάχυα, στις σβουνιές – γιά καύσιμα! Οι σαρίχες ήταν το άλλο καύσιμο για μάς. Ποιός γνωρίζει και ποιος πάει σήμερα σε αυτά τα ...ορυχεία της Λήμνου; Έπρεπε να προσαρμοστούμε με την κατάσταση, με την πραγματικότητα.
Από τον χειμώνα τα καΐκια άρχιζαν να ετοιμάζονται. Ματίσμτα, μπαλώματα, καλαφάτισμα, μπογιάτισμα, όσο μπορούσαν για νάναι έτοιμοι για δουλειά, για δράση.
...................................
Τα χρόνια δεν περιμένουν. Κυλούν, περνούν, φεύγουν. Κοντεύουν 50 χρόνια απο τότε, μισός αιώνας, μια ζωή. Πόσοι Κουταλιανοί έχουν πεθάνει από τότε; Οι πιο πολλοί. Πόσοι μείναμε; Οι πιο λίγοι. Και σε λίγα χρόνια και εμείς θα φύγουμε για την άλλη πατρίδα, την κοινή πατρίδα όλων των ανθρώπων. Εκεί πώς θάναι δεν το ξέρουμε. Όμως για τούτη την πατρίδα, την Νέα και την Παλιά, πρέπει όσοι κατάγονται από αυτήν, να ξέρουν την ιστορία της. Κάποιος θα πρέπει να την γράψει – εγώ δεν φιλοδόξησα. Απλώς λίγες αναμνήσεις χάραξα.

Χρυσόστομος Βασιλείου

Αθήνα 1969

Δεν υπάρχουν σχόλια: