ΜΕΝΟΥ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

Η Κούταλη όπως την είδε ο Μ.Γεδεών το 1892


ΜΙΑ  ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΑΛΑΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ 


Από τις μέχρι σήμερα έρευνες, η μοναδική έγγραφη παλαιά και λεπτομερής μαρτυρία για την Κούταλη, αποτελεί το βιβλίο του λογίου και βυζαντινολόγου Μανουήλ Ιω. Γεδεών (1) μέ τίτλο «ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΟΙΚΙΑ – ΝΑΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΑΙ – ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΑΙ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ». Τυπωμένο στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης το 1895 απο τον εκδοτικό οίκο OTTO KEIL περιλαμβάνει πλήθος ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων για τα νησιά πουα αποτελεούσαν την εκκλησιαστική παροικία της προκονήσου, για τα οποία ο ίδιος έλαβε γνώση, βλέποντας και καταγράφοντάς τα, αλλά και σχολιάζοντας τις προφορικές διηγήσεις ή μαρτυρίες. Η λεπτομερής αναφορά και καταγραφή παλαιότερων στοιχείων προσιτών ή πρόσφατων σχετικά με τον συγγραφέα, αποτελεί μια πλούσια πηγή πληροφοριών με μεγάλη αξία για τον ερευνητή αλλά και γιά όλους όσους έχουν ενδιαφέρον για την περιοχή και ειδικά για αυτό το νησί.

Απο την Αφουσία ( Αφισιά ) ό Μανουήλ Γεδεών, φθάνει στην Κούταλη με μιά βάρκα στις 4 Αυγούστου «τρίτην της εβδομάδος» του 1892. Πλησιάζει με προσδοκία γιατί όπως επί λέξει αναφέρει «Την νήσον ταύτην επόθουν απο νεότητος όπως άπαξ επισκέψωμαι, διότι παιδιόθεν ήκουον ότι προ πολλών χρόνων και επί διάστημα χρόνου μακρότατον ήκμαζε το εμπορικόν αυτής ναυτικόν, περιορισθέν και σχεδόν αφαντωθέν εφ όσον ανεπτύσσετο η δια ατμοπλοίων μετα της Κωνσταντινουπόλεως και των πέριξ ακτών επικοινωνία των Κουταληνών». Η προσοδκία του όμως έγκειτο και σε ένα άλλο γεγονός όπως αποκαλύπτει στην συνέχεια. Ακούγοντας απο τα παιδικά του χρόνια τα ονόματα των Βλαστών και των Ζαχάρωφ, που επλούτισαν απο το εμπόριο και την ναυτιλία και είχαν καταγωγή την Κούταλη, πίστευε ότι «τοσαύται επιφανείς οικογένειαι ήθελον διαφυλάττει παρ εαυταίς έγγραφον τι μνημείον του παρελθόντος της νήσου ταύτης, αρκετόν όπως συμπληρωθώσι σελίδες τινές εκ της ιστορίας ή ταύτης ή των περιοίκων νήσων».

Όμως απογοητεύθηκε, γιατί τα αποτελέσματα των ερευνών του για έγγραφα μνημεία της ιστορίας του νησιού ήταν πενιχρά ή για να ακριβολογούμε, ανύπαρκτα. Θα διασωθούν όμως όλα αυτά που μπόρεσε να δει στις διάφορες εκκλησίες που επισκέφθηκε και τα οποία θα καταγράψει με λεπτομέρειες.

Πλησιάζοντας την Κούταλη απο την Αφισιά, εντυπωσιάστηκε απο την θελκτική θέα του νησιού με τα λευκοβαμμένα σπίτια – συνήθεια που μάλλον θα ήταν σπάνια στην περιοχή. (Τούτη την συνήθεια των λευκοβαμμένων σπιτιών, μετέφεραν οι Κουταλιανοί και στην Νέα πατρίδα στην Λήμνο. Για πολλά χρόνια η Νέα Κούταλη ήταν το πιο λευκοβαμμένο χωριό της Λήμνου στην οποία επικρατεί κυρίως η πέτρινη χωρίς εξωτερικούς σοβάδες οικοδομή, με τον ιδιόμορφο σκουρόχρωμο Λημνιακό γρανίτη ή την κιτρινωπή και πιό εύθραυστη ντόπια πέτρα. Μαζί με την Νέα Κούταλη καί ένα άλλο χωριό, ο Άγιος Δημήτριος, τα παλιά Λέρα, λευκοβαμμένο και τούτο μιας και οι δικοί του κάτοικοι ήταν και αυτοί πρόσφυγες ).

Θα του κάνει επίσης εντύπωση το χαριτωμένο μικρό βουνό με το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία.

Ο Μανουήλ Γεδέων με λύπη του θα καταγράψει ότι «ουδεμία μαρτυρία φωτίζει τον ποθούντα να μάθη μίαν έστω σελίδα της μακράς ιστορίας της νήσου Κουτάλεως, διότι βεβαίως είχεν – έχει δήλον ούν – ιστορίαν, ης σιωπηλοί μάρτυρες ουδέν αφηγούμενοι θετικόν, εισίν οι κατεστραμμένοι κίονες και οι πλίνθοι, ως είπον ανωτέρω, και αγγεία τινά παλιοότατα εξαχθέντα εκ του βάθους της θαλάσσης προ της νήσου ταύτης» Και συνεχίζοντας « αλλά ο περι Κουτάλεως ζητών παλαιόν έγγραφον μαρτυρίαν αέρα διώκει ».

Σε μερικούς κατοίκους βρίσκεται εκείνη την εποχή κάποιο χαρτί – εγκύκλιος του Πατριάρχη Άνθιμου του ς’ του Κουταληνού (2) επιστολιμαία είδησις όπως την αναφέρει. Με αυτήν ο Πατριάρχης τους πληροφορεί ότι όπως είχε ακούσει από την παράδοση, στα μέσα του 1300 ο Βαλδουϊνος κατέστρεψε ένα μεγάλο μοναστήρι που υπήρχε στο νησί με πλήθος αναρίθμητο μοναχών, και μετά την καταστροφή κατοίκησαν το νησί μερικές οικογένειες. Ο Γεδεών αμφισβητεί – με εξαιρετικά σκληρά λόγια - την αλήθεια του περιεχομένου αυτού του γράμματος, και η έρευνα ίσως τον δικαιώνει ως προς την ακρίβεια της πληροφορίας αυτής. Το πιο πιθανόν είναι αυτό που καταστράφηκε εκείνη την εποχή να ήταν μια Καταλανική βάση και όχι ένα πολυπληθές μοναστήρι.

Ο Γεδεών αναφέρει ότι κατά καιρούς οι κάτοικοι εύρισκαν κομμάτια από αρχαίους πλίνθους αλλά και ο ίδιος είδε κομμάτια από μαρμάρινους κίονες όπως και νομίσματα των πρώτων Χριστιανών Αυτοκρατόρων και του Ιουστινιανού και του Ιουστίνου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αναμφισβήτητα το νησί πρέπει να κατοικείτο από τους αρχαίους χρόνους όπως μαρτυρούν τα παλαιά θεμέλια αρχαίου ναού πάνω στον οποίο χτίστηκε η εκκλησία Ρόδον το Αμάραντον.

ΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΚΟΥΤΑΛΗΣ ΤΟ 1892
Ο καθεδρικός ναός της κοινότητος, η Κοίμησις της Θεοτόκου, είναι η πρώτη του επίσκεψη. Εκεί ο Γεδεών θα αντικρύσει στο τέμπλο την αρχαία εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην οποία διαβάζει την επιγραφή « Δέησις του δούλου του θεού Φιλαρέτου ιερομονάχου και των γονέων. Έν έτει απο Χριστού 1694» Λίγα χρόνια πρίν απο την επίσκεψη του Γεδεών, επάνω και κάτω απο την εικόνα έχει προστεθεί με χρυσά κεφαλαία γράμματα η εξής επιγραφή :

« Οι την ελπίδα έχοντες δια παντός του βίου,
εις την αγνήν και πάνσεπτον Μητέρα του Κυρίου,
και οι επικαλούμενοι αυτήν απο καρδίας,
λυτρούνται εκ των συμφορών και πάσης επηρείας,
πρός ούς εκτείνει με στοργήν την ευεργέτιν χείρα,
και σώζει απο του βυθού του πόντου τον πλωτήρα.
Νυκτοπλανής, ποντοπορών εν ταραχή χειμώνος,
ο ευσεβής Νικόλαος του Ιωάννου γόνος,
ως εις λιμένα ασφαλή των εν κινδύνοις όντων,
εστράφει προς την Δέσποιναν, προστάτην των πασχόντων.
Απαλλαγείς δε του δεινού κινδύνου εξαισίως,
ως λάτρης αληθής Χριστού κ ευγνώμων αιωνίως
προς την μητέρα του θεού, και ζήλον θείον πνέων,
το λάμπον τούτον τέμενος με άνθος χρυσού νέον,
επιχρυσώνει δι αδρών αυτού αναλωμάτων
ον σώζε, ώ Παντάνασσα, πηγή των χαρισμάτων »

Ο Νικόλαος, γιός του Ιωάννου, σώθηκε απο φουρτούνα και έταξε στην Παναγία Δέσποινα να την χρυσώσει μόλις γυρίσει ασφαλής στην Κούταλη. Ξεπλήρωσε το τάμα του, γαιτί όπως αναφέρεται χρύσωσε και διακόσμησε την εκκλησία έτσι ώστε να προκαλεί τον θαυμασμό κάθε επισκέπτη. Ο εντυπωσιασμός του συγγραφέα έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, γιατί πρόκειται για ειδικό περί τα εκκλησιαστικά – τις εκκλησίες, τα μοναστήρια και τις εικόνες.

Στην ίδια εκκλησία υπήρχαν δύο εικόνες η μία του Σωτήρος και η άλλη της Θεομήτορος έργα του ΙΕ αιώνα. Η παράδοση έλεγε ότι οι εικόνες είχαν έρθει απο την Κρήτη και ο Γεδεών πιστοποιεί ότι είναι έργα Κρητών αγιογράφων. Μιά ακόμη εικόνα, την Παναγιά που θρηνεί, την τοποθετεί στον ΙΖ αιώνα, και όχι παλαιότερα όπως θέλουν να πιστεύουν οι κάτοικοι.

Ο Ναός του Αγίου Νικολάου είναι η επόμενη επίσκεψίς του. Εκεί θα δεί και θα σημειώσει τα δύο ιστορικά μνημεία που έχουν περισωθεί εκείνη την εποχή. Ένα ιερό αντιμίνσιο που γράφει το όνομα του αρχιερέως που το καθιέρωσε και που σε εντίθεση με όλα τα αντιμίνσια της περιοχής που φέρουν σχεδόν όλα το όνομα του αρχιεπισκόπου Αβραμίου των Ιεροσολύμων, το αντιμίνσιο του Αγίου Νικολάου έγραφε στις τέσσερις πλευρές – όπως συνηθίζεται- τα εξής:

«Θυσιαστήριον θείον και ιερόν, αγιασθέν και ευλογηθέν υπό της Χάριτος του Παναγίου και Ζωαρχικού Πνεύματος, του έχειν εξουσίαν ιερουργείν δι αυτού εν παντί τόπω της δεσποτείας Χριστού του Θεού ημών, εγκαινιασθέν δε παρά του πανιερωτάτου αρχιεπισκόπου Προκοννήσου κυρίου κυρίου Θεοκλήτου. Έτος το σωτήριον 1729 Φεβρουαρίου 11»

Το αντιμίνσιο αυτό, έλυσε ένα μυστήριο που υπήρχε μέχρι τότε στον κώδικα της αρχιεπισκοπής Προκοννήσου. Επειδή η υπογραφή του αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου σε όλα τα έγγραφα εκείνης της εποχής (170015-1735) ήταν δυσανάγνωστη, δεν είχε καταγραφεί το όνομά του. Η ανακάλυψη αυτή του αντιμινσίου απο τον Γεδεών το 1829, συμπληρώνει το κενό του κώδικα.

Το δεύτερο ιστορικό μνημείο που ανακαλύπτει στον Άγιο Νικόλαο είναι ένα Ευαγγέλιο του 1745. Καταγράφει λεπτομερώς την πρώτη σελίδα και ανακαλύπτει πίσω απο αυτήν αφιέρωση γραμμένη από τον Καισάριο Δαπόντε (2) , πολυγραφότατου λογίου. Ας την διαβάσουμε όπως ακριβώς μας την μετέφερε ο Μανουήλ Γεδεών :

« Το θείον τούτο και ιερόν Ευαγγέλιον αφιερώθη εν τη εκκλησία της φυλακής της Κωνσταντινουπόλεως παρ εμού του ταπεινού \ Κωνσταντίνου Στεφάνου Δαπόντε, αναγνώστου, μεγάλου Εκκλησιάρχου του αγιωτάτου και πατριαρχικού θρόνου των Ιεροσολύμων και \ μεγάλου Καμινάρη της Εκλαμπροτάτης Αυθεντίας Μολδοβλαχίας, του εκ της νήσου Σκοπέλων, όπου ήλθα εις φυλακήν \ εν έτει , αψμη΄ Ιουνίου β΄ ημέρα Πέμπτη : αφού έκαμα φυλακισμένος εις του μουγζούραγα την φυλακήν απο του αψμζ΄ έτους \ μαρτίου κζ΄ ημέρας παρασκευής, δια πενήντα πουγγία άσπρα, όπου με αδίκησαν ό τε Ιωάννης και Παναγιώτης μωραϊται \ και Γιαννιός Ισπίρης κρητικός. Τους οποίους εξ όλης μου της ψυχής και καρδίας συγχωρώ και εν τω νύν αιώνι και εν το μέλλοντι και \ παρακακλώ σε τον Φιλάνθρωπον Θεόν ο ανάξιος λέγων Κύριε μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην ».
Ο τρίτος ναός που θα επισκεφθεί στην συνέχεια ο Γεδεών είναι το «Ρόδον το Αμάραντον» μια εκκλησία αρχαιοπρεπής που κτίστηκε επάνω σε ερείπια κατεστραμένου αρχαίου ναού. Στις 8 Μαϊου 1867, ανακάλυψαν τυχαίως παλαιά θεμέλια και τοίχους απο τον αρχαίο ναό, καθώς και διάφορα αγγεία, μερικές παλαιότατες εικόνες και ένα μικρό ανάγλυφο που παρίστανε ένα Ρωμαίο ιππέα, για το οποίο σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν επιτύμβιο.

Καταγράφει την απορίαν του γιατί δόθηκε αυτό το περίεργο όνομα, Ρόδον το Αμάραντον, στην Τρίτη εκκλησία αλλά και γιατί κτίστηκε και Τρίτη εκκλησία αφού οι δύο επαρκούσαν για τις ανάγκες των διακοσίων πενήντα χριστιανικών οικογενειών που κατοικούσαν στο νησί. Και αξίζει να σημειωθεί το παράδοξο γεγονός, ότι σήμερα, στη Νέα Κούταλη, ο επισκέπτης θα αντικρύσει τρείς εκκλησίες !

Σ.Χ.Β Αθήνα Σεπτέμβριος 1999
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
(1) ΜΑΝΟΥΗΛ ΓΕΔΕΩΝ
Λόγιος, γεννημένος το 1854 που έζησε για πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Το 1921 ήρθε στην Αθήνα όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Ασχολήθηκε με την βυζαντινολογία και με την μετά την Άλωση Ιστορία του Ελληνισμού. Απο τις πολυάριθμες μελέτες του οι περισσότερες δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας και άλλες εκδόθηκαν κανονικά σε βιβλία. Το 1896 εκδίδει έναν κατάλογο με όλα του τα δημοσιεύματα που φτάνουν τα 223. Σε αυτά θα προστεθούν αρκετά ακόμα που εκδίδονται στην Αθήνα, μέχρι τον θάνατό του.

Η Μεγάλη Εκκλησία – το Πατριαρχείο – εκτιμώντας την μακροχρόνια προσφορά του, τού είχε απονείμει τον τίτλο του Μεγάλου Χαρτοφύλακος και Χρονογράφου της Μ. Εκκλησίας.


(2) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (ΚΑΙΣΑΡΙΟΣ) ΔΑΠΟΝΤΕ
Γεννημένος στην Σκόπελο το 1714 πήγε νέος στην Κωνσταντινούπολη. Απο εκεί πήγε στο Βουκουρέστι όπου μετά τις σπουδές του στην ηγεμονική σχολή, έγινε δεύτερος γραμματέας του ηγεμόνα της Ρουμανίας Κωνσταντίνου. Αργότερα διετέλεσε γραμματέας του Ιωάννη Μαυροκορδάτου. Το 1746 στάλθηκε στον ηγέτη (Χάν) των Τατάρων τον οποίον συνόδευσε στην Κωνσταντινούπολη. Τότε συνελήφθη απο τους Τούρκους και κα΄λίσθηκε στην φυλακή για είκοσι μήνες. ( Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο αναφέρεται η χειρόγραφη αφιέρωση του Ευαγγελίου που υπήρχε στον Άγιο Νικόλαο της Κούταλης ).

Επίσημα το όνομα Καισάριος θα το πάρει το 1753 όταν, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, θα περιβληθεί το μοναχικό σχήμα στην Μονή της Παναγίας στο νησάκι Πιπέρι της πατρίδος του Σκοπέλου. Το 1757 θα ανέβει στον Άθω απο όπου πάλι θα περιοδεύσει την Βλαχία, την Τουρκία και άλλα μέρη, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για τα μοναστήρια. Θα επιστρέψει το 1765 για να ζήσει εκεί μέχρι τον θάνατό του, το 1774.

Θεωρείται απο τις πλέον αξιόπιστε πηγές για την Ρουμανική Ιστορία, έχοντας καταγράψει με ακρίβεια γεγονότα της εποχής του, ιδίως στο έμμετρο έργο του «Κήπος Χαρίτων» που εκδόθηκε το 1880 απο τον Γαβριήλ Σοφοκλέους, στο οποίο και δεξιστορεί την περιοσεία του.

Παραμένει πάντως άγνωστο, το πώς βράθηκε στην Κούταλη το Ευαγγέλιο που δώρησε στην φυλακή της Κωνσταντινούπολης ο Κωνσταντίνος Καισάριος Δαπόντε με την εξιστόρηση των γεγονότων, και που εκατόν σαράντα τέσσερα χρόνια αργότερα είδε και αντέγραψε ο Μανουήλ Γεδεών.









Δεν υπάρχουν σχόλια: