ΜΕΝΟΥ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Κουταλιανοί και σπογγαλιεία

 


"Η ΣΠΟΓΓΑΛΙΕΙΑ, γνωστή από την αρχαιότητα, ποτέ δεν έπαψε να εξασκείται από τους κατοίκους του Αιγαίου. Σε περιόδους καταστολής και περιορισμών ο “βούτος” για σφουγγάρια εξασκείται σε πολύ λίγα μέρη. Το πιο γνωστό από αυτά τα μέρη ήταν η Σύμη.
Αργότερα μετά την Ελληνική Επανάσταση και κυρίως μετά την εξάλειψη της πειρατείας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η σπογγαλιεία εξασκείται από αρκετούς νησιώτες σε όλο το Αιγαίο. 
Στα μέσα του 19ου αιώνα αναπτύσσεται αξιόλογος σπογγαλιευτικός στόλος στα Δωδεκάνησα, στα νησιά Κάλυμνος, Σύμη, Καστελόριζο, Χάλκη, Λέρος, Πάτμος, Αστυπάλαια, στη Μικρά Ασία, στην Ύδρα, την Ερμιόνη, τις Σπέτσες, το Κρανίδι, την Αίγινα, τον Πειραιά και επίσης στο Τρικέρι, στη Χαλκίδα, στον Ωρωπό, στην Πάρο και στο νησί Κούταλη της Θάλασσας του Μαρμαρά."
Από το ένθετο "Επτά Ημέρες" της εφημερίδας "Καθημερινή" στις 13-9-1998 
   
Πνεύματα ανήσυχα οι Κουταλιανοί, ασχολήθηκαν με ο,τι είχε σχέση με την θάλασσα – φυσικά και με την σπογγαλιεία. 

  Κατά το παρελθόν η συλλογή των σφουγγαριών, γινόταν από γυμνούς δύτες, οι οποίοι έφθαναν τα μεγάλα βάθη με τη βοήθεια της σκανδαλόπετρας (πέτρα από μάρμαρο).   Άλλος τρόπος συλλογής ήταν το καμάκι, η γαγγάβα, συρόμενο εργαλείο που ξερίζωνε ότι έβρισκε μπροστά του (φύκια, πέτρες, σφουγγάρια) και η χρήση του δημιουργούσε προβλήματα στους γόνους των ψαριών.
Το 1863 κάνουν για πρώτη φορά στη Σύμη, χρήση του σκάφανδρου. Το 1920 άρχισαν να χρησιμοποιούν ένα νέο αναπνευστικό μηχανισμό που τον έλεγαν Φερνέζ από το όνομα του εφευρέτη του. Στη δεκαετία του 1970, άρχισαν να χρησιμοποιούν το "ναργιλέ" ένα σύστημα πιο σίγουρο, που μείωνε στο ελάχιστο τα ατυχήματα. Όταν τελείωνε η συλλογή των σφουγγαριών και τα έφερναν στα νησιά τους, εκεί επακολουθούσε η διαδικασία καθαρισμού τους. Τα έβαζαν σ' ένα διάλυμα υδροχλωρικού οξέως, για να διαλυθούν όλα τα ξένα σωματίδια που περιείχαν στο σώμα τους. Αν ήθελαν να γίνουν λευκά τα έβαζαν μέσα σε υπερμαγγανικά οξύ. 

 Οι Κουταλιανοί δύτες, από τους πρώτους στον Ελλαδικό χώρο που χρησιμοποίησαν σκάφανδρα και μηχανές,  στα 1920 για  να συλλέξουν σφουγγάρια από τον Ελλήσποντο αρχικά, και στην συνέχεια σε ολόκληρη την Μεσόγειο με  εξαιρετικά αποτελέσματα.

Οι έλληνες σφουγγαράδες,  (Καλύμνιοι, Συμιακοί, Υδραίοι, Κουταλιανοί, Αιγινίτες κ.ά.), βουτούσαν για σφουγγάρια σε όλη σχεδόν την Ανατολική και Κεντρική Μεσόγειο. Από τις Κυκλάδες, τα νησιά του Β. Αιγαίου, τη Χαλκιδική, το Άγιο Όρος, την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα, τις ακτές της Συρίας, την Κρήτη, τις ακτές της Αιγύπτου, της Λιβύης, την Πελοπόννησο, το Ιόνιο πέλαγος, στη Σικελία, στη Σαρδηνία, στα ανοιχτά της Κορσικής και της Μάλτας, στις ακτές της Αλγερίας και του Μαρόκου! 

 Τη δεκαετία του 1960 η Αίγυπτος και η Λιβύη εθνικοποίησαν τον ενάλιο πλούτο τους και οι σφουγγαράδες έχασαν τις βασικότερες σπογγοφόρους περιοχές.  Το τελικό όμως χτύπημα ήρθε γύρω στο 1986, όταν εμφανίστηκε στην Ανατολική Μεσόγειο μια αρρώστια που κατέστρεφε τα σφουγγάρια. 

 ΤΑ ΣΠΟΓΓΑΛΙΕΥΤΙΚΑ ΣΚΑΦΗ
 Η σπογγαλιεία εξασκείτο με σκάφη που ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες κάθε μίας από τις εφαρμοζόμενες σπογγαλιευτικές μεθόδους. Στις μεθόδους που περιελάμβαναν καταδύσεις για την πραγματοποίησή τους χρησιμοποιούσαν συνήθως συγκεκριμένους τύπους σκαφών, που είχαν επινοηθεί για την αντίστοιχη μέθοδο κατάδυσης.

Στις αρχές του 20ού αιώνα σταμάτησαν να κατασκευάζονται σκάφες.

Στην δεκαετία του 1970 σταμάτησαν να κατασκευάζονται «αχταρμάδες», ενώ οι γυάλες συνέχισαν σποραδικά να κατασκευάζονται γιατί χρησιμοποιούνται πλέον για άλλες χρήσεις, όπως για το ψάρεμα των χταποδιών.

Σήμερα δεν έχει διασωθεί καμία σκάφη, ενώ οι εναπομείναντες αχταρμάδες δεν ξεπερνούν τους 5 - 6 σε όλη την Ελλάδα. Ένας από αυτούς αγοράστηκε πρόσφατα από το μουσείο Καλύμνου, για να αποτελέσει ένα ζωντανό μνημείο της νεότερης ιστορίας του νησιού που ταυτίστηκε για πάνω από ένα αιώνα με την μοίρα της ελληνικής σπογγαλιείας.
Ο αχταρμάς

Κουταλιανός αχταρμάς
 Πάνω στον αχταρμά, δούλευαν 12 με 24 άντρες.
H νέα μέθοδος σπογγαλιείας οδήγησε στην καθιέρωση ενός άλλου τύπου σκάφους που ανταποκρινόταν καλύτερα στις νέες απαιτήσεις. Ο «αχταρμάς» ή «μηχανοκάικο» ήταν μια παραλλαγή του γνωστού τρεχαντηριού, προσαρμοσμένη στην καινούργια χρήση.

Το ολικό μήκος του σκάφους ήταν συνήθως 9 με 10 μέτρα και το πλάτος του λίγο περισσότερο από τα 3 μέτρα του ολικού μήκους. Ο «αχταρμάς» είχε έντονη σιμότητα (καμπυλότητα) στο κατάστρωμα, κατά μήκος και εγκάρσια στον άξονα συμμετρίας του, ώστε τα νερά που έπεφταν πάνω στο κατάστρωμα από τις φουρτουνιασμένες θάλασσες να φεύγουν από τα μπούνια στο παραπέτο του σκάφους.
Πριν την καθιέρωση της εσωλέμβιας μηχανής (γύρω στο 1920) ο «αχταρμάς» είχε ένα κατάρτι με μια παραλλαγή του πανιού σακολέβα.
Αχταρμάς

Το σκάφος του «αχταρμά» ήταν αρκετά φαρδύ με «μάσκες» ώστε να διαθέτει αρκετό χώρο, αλλά και μεγάλη επιφάνεια καταστρώματος αναλογικά με το μέγεθός του. Στο κατάστρωμα δεσπόζουσα θέση είχε η χειροκίνητη αεραντλία (μηχανή) που τροφοδοτούσε τους δύτες με αέρα και οι κουκέτες για την ξεκούραση των δυτών. Στον «αχταρμά» δούλευαν συνήθως 12 με 24 άντρες, εκ των οποίων οι μισοί ήταν δύτες και οι υπόλοιποι πλήρωμα.
 Τα πιο γνωστά μέρη που χτιζόντουσαν «αχταρμάδες» ήταν η Σύμη, η Κάλυμνος, η Ύδρα και αργότερα ο Πειραιάς και το Πέραμα. 
Στο νησί Κούταλη και αργότερα στη Νέα Κούταλη Λήμνου αναφέρεται ότι οι σφουγγαράδες χρησιμοποιούσαν εκτός από τον «αχταρμά» και ένα άλλο είδος καϊκιού, τον «γούτσο», επίσης προσαρμοσμένο στην σπογγαλιεία.



Στο λιμάνι του Γυθείου στο μεσοπόλεμο o  γούτσος ήταν είδος μικρού καϊκιού που χρησιμοποιούσαν  οι Κουταλιανοί σπογγαλιείς 

 Το ντεπόζιτο
Ντεπόζιτο
Εκτός από τα σκάφη με τα οποία εξασκείτο η σπογγαλιεία υπήρχαν και σκάφη με τα οποία τροφοδοτούσαν και υποστήριζαν τα μικρά σφουγγαράδικα. Τα «ντεπόζιτα» ήταν συνήθως δίστηλα καΐκια με πανιά ψάθες. που ταξίδευαν μαζί με τις «σκάφες» και τους «αχταρμάδες», ή κουβαλούσαν τις «γυαλάδικες βάρκες» στις ακτές της Β. Αφρικής. 
Τα ντεπόζιτα (όπως το λέει και η λέξη) κουβαλούσαν τις προμήθειες όπως το νερό και τα τρόφιμα για τους δύτες και τα υπόλοιπα μέρη των πληρωμάτων. Συνήθως ένα ντεπόζιτο υποστήριζε περισσότερα από ένα σπογγαλιευτικά σκάφη, τα οποία έφευγαν από κοντά του με το πρώτο φως της ημέρας και επέστρεφαν όταν είχε πλέον βραδιάσει. Επάνω στο ντεπόζιτο γίνονταν το πρώτο καθάρισμα και πλύσιμο των σφουγγαριών.
Μπακέτο
  Το μπακέτο
Τρεχαντήρι
Οι μπακέτες ήταν σκάφη επικοινωνίας μεταξύ των σφουγγαράδικων και των τόπων προέλευσής τους.   Συνήθως μετέφεραν τα σφουγγάρια πίσω στην Ελλάδα και γύριζαν πίσω με τρόφιμα, αλληλογραφία, καινούργιους δύτες και πληρώματα. 

   Άλλα σκαριά που χρησιμοποιούσαν στην σπογγαλιεία ήταν η γυαλάδικη  βάρκα , και η καγκαβα   
 Η γυαλάδικη βάρκα
Ήταν η σκάφη, που ο εξοπλισμός της περιελάμβανε ένα καμάκι με προεκτάσεις  και το γυαλί ή τη γυάλα, δηλαδή έναν μεταλλικό κύλινδρο  με γυαλί στον πυθμένα του για να βλέπουν στο βυθό και να καρφώνουν τα σφουγγάρια. Ήταν η βάρκα των φτωχών σπογγαλιέων.
Το μάζεμα των σφουγγαριών με καμάκι και γυαλί γίνονταν συνήθως από ένα ιδιαίτερο τύπο βάρκας που ονομαζόταν γυαλάδικη ή γυάλα. Οι βάρκες αυτές δεν ξεπερνούσαν τα 7 μέτρα και είχαν πάντα άβακα ή «καθρέφτη» στην πρύμνη.
Γυαλάδικη βάρκα
Οι πιο φημισμένες βάρκες ήταν οι υδραίικοι βαρκαλάδες και ονομάζονταν έτσι γιατί κατασκευάζονταν στην Ύδρα. Ήταν φαρδιές με την πρύμνη πιο ψηλά από την πλώρη και με το πλωριό ποδόσταμα ίσιο και σχεδόν κατακόρυφο. Οι υδραίικοι βαρκαλάδες ήταν ελαφρείς, φτιαγμένοι έτσι ώστε να μεταφέρονται χωρίς δυσκολία στην παραλία και να φορτώνονται με ευκολία πάνω σε μεγαλύτερα σκάφη.
Στις βάρκες αυτές δούλευαν 3 ψαράδες: ένας στο πηδάλιο, ένας στα κουπιά και ένας σε μια θέση που ήταν ειδικά κατασκευασμένη έτσι ώστε έβλεπε με το γυαλί το βυθό, κρατώντας το καμάκι. Στις γυαλάδικες βάρκες που δούλευαν στη Β. Αφρική επέβαιναν τουλάχιστον έξι άτομα, μεταξύ των οποίων και «γυμνοί δύτες», οι οποίοι βουτούσαν σε περίπτωση που κάποιο σφουγγάρι ήταν αρκετά μεγάλο και δεν μπορούσε να πιαστεί με το καλάμι.
Καγκάβα
 Τα σκάφη από τα οποία δουλεύονταν το εργαλείο της καγκάβας έπαιρναν συνήθως το ίδιο όνομα, αν και δεν ήταν κατασκευασμένα ως ιδιαίτεροι τύποι. Οι καγκάβες είχαν γάστρα σε σχήμα βαρκαλά, καραβόσκαρου ή τρεχαντηριού αλλά με ιδιαίτερα ισχυρή πρύμνη απ’ όπου σέρνονταν το εργαλείο. Η χωρητικότητά του σκάφους ήταν 8 με 10 τόνους, ενώ το πλήρωμα αποτελούσαν 4 άντρες. Οι καγκάβες ήταν ιστιοφόρα καΐκια πριν από την καθιέρωση της μηχανής.  
Έφεραν ιστιοφορία σκούνας, πολλάκας, μπρατσέρας ή μεγάλης σακολέβας. Αφαιρώντας ή προσθέτοντας κάποια από τα μικρά πανιά μπορούσαν να ελέγχουν την ταχύτητα του σκάφους κατά την διάρκεια σύρσης στο πυθμένα της θάλασσας.
  Από το ένθετο "Επτά Ημέρες" της εφημερίδας "Καθημερινή" στις 13-9-1998 

  Οι Κουταλιανοί κατάφεραν μέχρι και σχολή δυτών να φτειά ξουν στην Νέα Κούταλη. Οι υποψήφιοι δύτες, έκαναν πραγματική εκπαίδευση και όχι μόνον θεωρία, και όσοι πετύχαιναν στις εξετάσεις, έπαιρναν επίσημο δίπλωμα δύτη
Σχολή Δυτών

  Τα Κουταλιανά σπογγαλιευτικά κάποια εποχή, κόντεψαν να ξεπεράσουν σε αριθμό τον στόλο της Καλύμνου. Βαθμιαία όμως ένα πρός ένα εγακατέλειπαν τον αγώνα που ήταν πλέον μάταιος.
Σφουγγαράδικο στην Νέα Κούταλη
Μετά το 1970 αρχίζει ο μαρασμός. Δεν υπάρχει πιά δυνατότητα πρόσβασης στα αφρικανικά παράλια γιατί εθνικοποιήθηκαν και το τεχνητό σφουγγάρι αντικαθιστά το φυσικό σε όλες σχεδόν τις χρήσεις.
Το 1986 μια σοβαρή ασθένει των σφουγγαριών καταστρέφει τα μεσογειακά σπογγαλιευτικά πεδία. Μέχρι πρίν λίγα χρόνια, σώζονταν  μόλις τρία καϊκια από εκείνη την "αρμάδα" της Κούταλης. Του Παπαδόπουλου, του Κουντούρη και του Τατουδάκη.  
Βέβαια ξανείς δεν σκέφτηκε, όταν δίναν επιδότηση για να τα καταστρέψουν, να κρατήσουν ένα, να το εξοπλίσουν με ό,τι ήταν απαράιτητο, και δεμένο κάπου στο καρνάγιο, ή  στην παληά σκάλα, νά είναι ένα ζωντανό μουσείο πολιτιστικής κληρονομιάς. ..... Αλλά έτσι γίνεται πάντα δυστυχώς.   

Παράλληλα με τα σφουγγαράδικα αναπτύχθηκε και το εμπόριο των σφουγγαριών από τους Κουταλιανούς. Μέ εφόδιο και όπλο την πραγματικά ανώτερη ποιότητα των σφουγγαριών της Μεσογείου, ανοίχτηκαν στις αγορές - στα 1890 της Τεργέστης- και αργότερα στις παγκόσμια  αγορά. Καλύτεροι  πελάτες η Αμερική  και η Ιαπωνία.  Σήμερα ασχολούνται με το εμπόριο αυτό αρκετοί Κουταλιανοί, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.