Τον Φεβρουάριο, ξεκινούσαν οι προετοιμασίες των σφουγγαράδων για το
πολύμοχθο ταξίδι στα παράλια της Μεσογείου.Το ταξίδι διαρκούσε κοντά στους έξι μήνες. Και ο σφουγγαράς γύριζε στα τέλη Σεπτέμβρη.
Όλο αυτόν τον καιρό οι γυναίκες στο νησί (Κάλυμνο, Σύμη, Ύδρα κλπ) με τα
μαλλιά πλεξούδες σηκωμένες ψηλά γύρω στο κεφάλι, που μαρτυρούσαν τη θλίψη τους,
κάτω από το μαύρο τσεμπέρι, κράταγαν το σπιτικό, διπλά υπεύθυνες, μεγάλωναν
παιδιά και περίμεναν το γυρισμό του σφουγγαρά λαχταρώντας να τον δουν γερό και
όχι σακατεμένο.
Οι ετοιμασίες (τα ποκινήματα) των σφουγγαράδικων για το μεγάλο καλοκαιρινό
ταξίδι κρατούσαν πάνω από δύο μήνες (Φεβρουάριο - Μάρτιο). Γι’ αυτό εκείνο το
διάστημα έπρεπε να μαζευτούν τα διάφορα εργαλεία της δουλειάς, να φροντίσουν
τις κουμπάνιες για τη τροφοδοσία του πληρώματος για έξη μήνες. Τα βασικά τρόφιμα
ήταν οι γαλέτες και ο καβουρμάς.
Εκείνη την εποχή ο καπετάνιος έπρεπε να καταρτίσει το πλήρωμά του,
με τις διάφορες ειδικότητες που θα πάρει μαζί του. Τότε έπρεπε να γίνουν τα
συμβόλαια και να αρχίσει να δίνει τα «πλάτικα».
Πριν από κάθε αναχώρηση γινόταν αγιασμός και ο κάθε καπετάνιος καλούσε το παπά
που συμπαθούσε και πίστευε ότι θα του φέρει γούρι. Ο αγιασμός γινόταν πάντα με
την εικόνα του Αγίου Νικόλαου που τον είχανε προστάτη βοηθό και καταφύγιο.
Παρόντες στον αγιασμό ήταν όλοι οι άντρες του πληρώματος, αλλά καμιά γυναίκα,
γιατί πίστευαν ότι έφερναν γρουσουζιά, αν και ήθελαν να τις βλέπουν στο
«παλαμάρι» κατά την αναχώρηση, για να πάρουν μαζί τους μορφές τους που θα τους
συντρόφευαν στο ταξίδι.
Η μέρα της αναχώρησης ήταν πολύ δύσκολη και φορτισμένη από συναισθήματα για
όλους αλλά περισσότερο για τον καπετάνιο διότι έπρεπε να συγκεντρώσει το
πλήρωμα του. Πολλοί από το πλήρωμα την τελευταία στιγμή το μετάνιωναν και δεν
παρουσιάζονταν καθόλου και άλλοι μεθούσαν και έπρεπε ο καπετάνιος να στείλει το
υπόλοιπό πλήρωμα για να τους βρει. Ακόμα, άλλοι έρχονταν της τελευταία στιγμή
και απειλούσαν το καπετάνιο να τους δώσει παραπάνω χρήματα αλλιώς θα έμεναν
πίσω στο νησί.
Τέλος
ερχότανε η ώρα της αναχώρησης και ένα κλίμα θλίψης επικρατούσε. Κάποια στιγμή
μπαίνανε όλοι μέσα λύνανε τα σχοινιά και σαλπάρανε, κάνανε δυο, τρεις βόλτες σε
σχήμα σταυρού και έπειτα ανέβαιναν όλοι στα άλμπουρα και χαιρετούσαν με τα
άσπρα μαντίλια τους. Το ίδιο κάνανε και αυτοί που ήταν στην στεριά.
Όταν τα καΐκια απομακρύνονταν οι γυναίκες βγάζανε το ανοιχτόχρωμο τσεμπέρι που
φορούσαν και το αντικαθιστούσαν με μαύρο το οποίο το φορούσαν για όσο καιρό
έλειπαν οι άντρες τους. Ακόμα, σήκωναν τις κοτσίδες τους ένα γύρω πάνω από το
κεφάλι τους και αυτό ήταν δείγμα θλίψης και επέστρεφαν στο σπίτι τους και
αναλάμβαναν και το ρόλο του άντρα τους.
Μετά την αναχώρηση τους από το νησί το μόνο μέσο επικοινωνίας που είχαν οι
σφουγγαράδες με τους δικούς τους ήταν το «πακέτο» ή «πακέτθο».
Το πακέτο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα καΐκια όπου αποθήκευαν κυρίως τα
σφουγγάρια. Του έδιναν αυτό το όνομα επειδή δυο-τρεις φορές το καλοκαίρι ο
καπετάνιος το έστελνε πίσω στο νησί με τριπλό προορισμό:
να μεταφέρει τα σφουγγάρια που είχαν συγκεντρωθεί,
να δώσει τα γράμματα και τα νέα του πληρώματος στους δικούς τους και
να ξαναγυρίσει πίσω φέρνοντας τα γράμματα των γυναικών τους.
Από το ένθετο "Επτά Ημέρες" της εφημερίδας
"Καθημερινή" στις 13-9-1998
«ΣΦΟΥΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ»